μοιρηγενής

μοιρηγενής
μοιρηγενής, -ές (Α)
(επικ. τ.) αυτός που ευνοήθηκε από τη μοίρα κατά τη γέννηση, ο γεννημένος ευτυχής, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -γενής (< γένος). Το -η- οφείλεται σε μετρικοὺς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μοιρηγενής — favoured by masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοιρηγενές — μοιρηγενής favoured by masc/fem voc sg μοιρηγενής favoured by neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

  • ψαλληγενής — ές, Α (ως κωμική προσωνυμία τού Αρχύτου) αυτός που προήλθε από το παίξιμο τής άρπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάλλω + γενής (< γένος) κατ’ αναλογία τού μοιρηγενής*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”