- μοιρηγενής
- μοιρηγενής, -ές (Α)(επικ. τ.) αυτός που ευνοήθηκε από τη μοίρα κατά τη γέννηση, ο γεννημένος ευτυχής, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + -γενής (< γένος). Το -η- οφείλεται σε μετρικοὺς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.